info@ethnikoiphylakes.org
Γράφει ο Χρίστος Δαγρές
Το βιβλίο του Αχιλλέα Σύρμου “Ιστορίες από το Σπατς” των εκδ. Ίνδικτος (κατά το “Ιστορίες από την Κολυμά” του Βαρλάαμ Σαλάμοφ, εκδ. Άγρα) ανήκει σε μία ΣΠΑΝΙΑ κατηγορία λογοτεχνίας (όπως άλλωστε και η “Κολυμά”), στη Λογοτεχνία των ‘Γκούλαγκς’, η οποία προέκυψε από την ανάγκη να αποτυπωθεί ο ζόφος και ο μισανθρωπισμός των στρατοπέδων συγκέντρωσης του “Υπαρκτού Σοσιαλισμού”.
Πρόκειται για ένα κλειστό είδος με λίγους αλλά εκλεκτούς εκπροσώπους, με γνωστότερο τον Αλ. Σολζενίτσιν και το “Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ” του.
Ο κύριος κορμός του βιβλίου βασίζεται στις αναμνήσεις του πατέρα του, Ηρακλή, από τις έξι χιλιάδες εκατόν δεκατέσσερεις ημέρες από τη ζωή που του έκλεψε το κομμουνιστικό καθεστώς, καταδικάζοντας τον σε 18 χρόνια καταναγκαστικά έργα γιατί εξέφρασε την επιθυμία του να φύγει για την Ελλάδα.
Μέσα στα χρόνια αυτά πέρασε από διάφορα στρατόπεδα, κυρίως εργοτάξια εργοστασίων που οικοδομούσαν τον Αλβανικό Σοσιαλιστικό “Παράδεισο” του Εμβέρ Χότζα (ή “Εμβέρη”).
Το μεγαλύτερο μέρος όμως (και, αναμφίβολα, το πιο βάρβαρο και επικίνδυνο) ήταν η εργασία του στο “Παράρτημα Αναμόρφωσης 303” στο Σπατς. Ένα παγωμένο και αφιλόξενο ορυχείο σε μια απότομη πλαγία πέριξ της Μιρντίτα στη Β. Αλβανία. [1]
Το πόσο αφιλόξενο και επικίνδυνο ήταν το Σπατς υποδηλώνονταν από την περιγραφή που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι μιρδίτες: ο τόπος όπου οι διάβολοι κλωσσούνε τα πουλιά τους. Ένας τόπος αρκετά επικίνδυνος από μόνος του, χωρίς καν να προσθέσει κάποιος τους ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια από τους “σοσιαλιστές” ανθρωποφύλακες, την κακή διατροφή, την υποτυπώδη ένδυση και την ανύπαρκτη θέρμανση.
Αν προστεθούν όλα μαζί, καταλαβαίνει κάποιος γιατί η επιγραφή με μεγάλα κόκκινα γράμματα “η Εργασία Σώζει” που διάβασε ο νεοεισελθέντας Σύρμος, ήταν απλώς μια αδιάντροπη κοροϊδία.
Αν κάποιου του θυμίσει τη διαβόητη επιγραφή Arbeit macht frei (“Η εργασία απελευθερώνει”) στην πύλη του Άουσβιτς, θεωρώ ότι δεν θα απέχει μακρυά από την πραγματικότητα στο Σπατς!
Τα πρόσωπα
“Τα ονόματα είναι μνήμη”. Έτσι ξεκινά το κεφάλαιο “Μνήμη Δικαίων” και όντως είναι έτσι. Κάθε όνομα που διέσωσε ο Ηρ. Σύρμος, γραμμένο σε σημειωματάρια, κουτιά από τσιγάρα, αποδείξεις σουπερ-μάρκετ κάθε προχειρογραμμένη λίστα ονομάτων και οι ιστορίες που τα συνοδεύουν, διασώζουν ένα πρόσωπο. Είναι “κρυπτογραφήματα ενός κόσμου που υπήρξε και έχει πλέον αφανιστεί”, προς όφελος των θυτών.
Το βιβλίο του Σύρμου προσπαθεί να αποδώσει Δικαιοσύνη, καρφιτσώνοντας τη μνήμη στο “τώρα”, επαναφέροντας στη ζωή τα θύματα και “αναγκάζοντας” μας να μοιραστούμε τα βάσανα τους και, οι εντιμότεροι, να επαναστοχαστούν τα καλοπροαίρετα -και μη- λάθη τους που επέτρεψαν κάτι τέτοιο να συμβεί.
Ειδικό κομμάτι ττων προσωπικών ιστοριών αποτελούν οι ιστορίες όσων πρωτύτερα βρίσκονταν “καβάλα στ’άλογο”. Των υψηλόβαθμων, δηλαδή, στελεχών του κομματικού/κρατικού μηχανισμού και των στενών συνεργατών υπουργών και στρατηγών που έπεσαν σε δυσμένεια και, τελικά, κατέληξαν στις ίδιες φυλακές με όσους είχαν προηγουμένως διώξει.
Και αυτοί ήταν οι τυχεροί της υπόθεσης, καθώς οι πάτρωνες τους κατέληγαν σε κάποιο χαντάκι, γεμάτοι σφαίρες απ’το απόσπασμα.
Σε έναν από αυτούς, τον Μπεντρί Σπαχίου, ανήκει μια εμβληματική φράση, που περικλείει την ουσία του παρανοϊκού εγκλεισμού: “Να μάθεις να ζεις σα να μην πρόκειται να βγεις ποτέ από δω μέσα”. Όπως σημειώνει ο Σύρμος κατά παράδοξο τρόπο η αποβολή της ελπίδας της απελευθέρωσης ξαλάφρωνε το θύμα.
Και αυτό έγινε αισθητό στον ίδιο όταν κατά τους τελευταίους μήνες της φυλάκισης του, άρχισαν να τον βασανίζουν οι φόβοι για το “χουνέρι” που του ετοιμάζουν, ενθυμούμενος συγκρατούμενους που σκοτώθηκαν (“δολοφονήθηκαν”) παραμονές της απόλυσης τους ή που τους επέστρεψαν πίσω με φτιαχτές κατηγορίες αμέσως μετά την απόλυση για το διαβόητο “ριντενίμι” (επανακαταδίκη).
Ο Σύρμος αναμφίβολα υπέφερε πολύ και για πολλά χρόνια – άντεξε καταστάσεις και συνθήκες που έκαναν πολλούς άλλους να λυγίσουν για να καταλήξουν είτε στο ψυχιατρείο, είτε δολοφονημένοι στη “Νεκρή Ζώνη” του στρατοπέδου Σπατς γιατί επέλεξαν ν’αυτοκτονήσουν μέσω των φυλάκων. Ωστόσο, αυτό δεν θόλωσε την κρίση του.
Δεν προχωρεί σε οριζόντιες μανιχαϊστικές κατηγοριοποιήσεις των ανθρώπων (όπως θα είχε κάθε δικαίωμα να κάνει) αλλά διατηρεί την ανθρωπιά του μέσω της ικανότητας να κρίνει τους ανθρώπους από τις συμπεριφορές τους και όχι από τους ρόλους που τους ανατέθηκε να παίξουν.
Δεν διστάζει να αναφερθεί σε φύλακες (ή, σπανιότερα, και σε άλλους κρατικούς λειτουργούς) που συμπεριφέρονται με εντιμότητα, η οποία ενίοτε μεταφράζεται σε γενναιότητα όταν εκδηλώνεται μέσα σε ένα σύστημα που απανθρωπίζει και τα θύματα αλλά και τα όργανα του.
Διατηρεί την κριτική του ικανότητα ο Σύρμος γιατί αναγνωρίζει την απειλητική, συντριπτικά ισοπεδωτική συχνά, επίδραση του συστήματος.
Η εντιμότητα και η ανθρωπία εκλαμβάνονται ως απειλή από την κομματική νομενκλατούρα γιατί υποδηλώνει ανθρώπους με αξιακό σύστημα που δεν είναι εγκεκριμένο (άρα, και ελεγχόμενο) από το “Κόμμα”.
Στον αντίποδα των λίγων έντιμων που έβαζαν “κόκκινες γραμμές” και όρια στη σκληρότητα που καλούνταν να δείξουν απέναντι σε θύματα που δεν έφταιξαν (ή, κάπου κάπου, να παριστάνουν ότι είναι απάνθρωποι και να συνεννοούνται με τους κρατούμενους για να δηλώσουν “κακοποιημένοι” παραέξω ώστε να μη δώσουν στόχο), στον αντίποδα τους βρίσκονταν συνεργάτες, ινστρούχτορες και κομισάριοι (“οπερατίβ”, στην αλβανοκομμουνιστική “διάλεκτο”) οι οποίοι δεν βρίσκονταν εκεί μόνο για επιβίωση και βιοπορισμό, από ιδεολογία ή, οπορτουνιστικά, για εξουσία και ανέλιξη.
Πολλοί εκμεταλλεύονταν τη θέση τους για να εκφράσουν τα σαδιστικά ένστικτα τους, αντλώντας ικανοποίηση από την κακοποίηση -σωματική αλλά κυρίως ψυχολογική- που ασκούσαν εις βάρος όσων το σύστημα τους κατέστησε αντικείμενα του εξουσιασμού τους.
Η πολιτική
Πέρα όμως από τα πρόσωπα που επιβίωναν και, συχνά, ευδοκιμούσαν σ’αυτό το περιβάλλον κακοποίησης και εξουσιασμού, υπάρχει και μια ευρύτερη πολιτική διάσταση του φαινομένου.
Η Αλβανία -και κάθε κομμουνιστικό σύστημα γενικότερα- είχε ανάγκη τους πολιτικούς κρατούμενους, για πολλούς λόγους.
Όταν μάλιστα η “προσφορά” δεν επαρκούσε για να καλύψει τις πολιτικές ανάγκες, ο (οργουελιανός) μηχανισμός κατασκεύαζε “εχθρούς” και κατηγορητήρια, διευρύνοντας το φάσμα των εγκλημάτων στο πεδίο των “προθέσεων” (συνήθως, μοχλεύοντας τα με βασανιστήρια, απειλές και ψευδομάρτυρες).
Αφ΄ενός γιατί οι πολιτικοί κρατούμενοι παρείχαν απεριόριστη και δωρεάν καταναγκαστική εργασία σε θέσεις υψηλού κινδύνου (δεν είναι λίγες οι αναφορές του Σύρμου σε ακρωτηριασμούς ή θανατηφόρα ατυχήματα, καθώς η “ασφάλεια στην εργασία” είναι αρεστή στο “σοσιαλισμό” μόνο ως σύνθημα), με ανελαστικά και πιεστικά χρονοδιαγράμματα, και χωρίς απεργίες, διακοπές και παροχές, αφετέρου δε γιατί δημιουργούνταν σχετικά άνετες θέσεις εργασίας για να βολευτούν μικρομεσαία κομματικά στελέχη.
Ο δεύτερος, επίσης προφανής λόγος, ήταν αυτός της θεμελίωσης ενός καθεστώτος διοίκησης μέσω της πυγμής, μετατρέποντας κάποιους σε αντιπαραδείγματα με σκοπό την ενστάλαξη του φόβου στους υπόλοιπους υπηκόους (τους “ελεύθερους”-φυλακισμένους στο “μεγάλο” Σπατς, όπως χαρακτηρίζει το σύνολο της Αλβανίας ο Σύρμος) ώστε να φοβούνται ακόμη και την ίδια τους τη σκέψη.
Πρόκειται για εγγενή ανάγκη του συστήματος, όχι απλή παρενέργεια ή δυσλειτουργία του. Κανένα κομμουνιστικό σύστημα δεν μπόρεσε -και ούτε θα μπορέσει ποτέ- να λειτουργήσει με ελευθερόφρονες πολίτες.
Συναφής με τον παραπάνω είναι και ο τρίτος -επίσης εγγενής- λόγος, συνυφασμένος με την επιβίωση του συστήματος: η ανάγκη για την κατασκευή “εσωτερικών” εχθρών στους οποίους θα φορτωθούν οι αποτυχίες του (ασήμαντου και μέτριου) πρώην καθηγητή γαλλικών Εμβέρη, της “μαύρης” συζύγου του και των ευνοούμενων τους, μεταξύ των οποίων και ο “διάδοχος” Ραμίζ Αλία.
Αυτό όμως -δυστυχώς- καθιστούσε φρούδες τις ελπίδες των αντιφρονούντων ότι θα έρθουν οι σοβιετικοί, οι αμερικάνοι, οι γιουγκοσλάβοι ή οι Έλληνες να τους απελευθερώσουν – η πικρή αλήθεια ήταν ότι κανένας δεν επρόκειτο να θυσιάσει καν ένα στρατιώτη για την Αλβανία!
Βέβαια, πέρα από τη μισανθρωπιά και τον παρανοϊκό σαδισμό που έζεχνε το καθεστώς υπήρχε και μια ισχυρά κωμική διάσταση που δεν ξέφευγε της προσοχής οξυδερκών ανθρώπων όπως ο Σύρμος.
Αυτό προκάλεσε το οργίλο ξέσπασμα του διοικητή που απευθυνόμενος σε αυτούς, τους είπε: “Σας διατάζω να γελάσετε και να χειροκροτήσετε την Εστράντα”.
Φυσικά, πέρα από την ανθρώπινη και πολιτική διάσταση του, το βιβλίο αποτελεί και ενός είδους “Ευαγγέλιο” του βορειοηπειρώτικου Ελληνισμού, χωρίς να εξαιρεί ούτε τους εξευτελισμούς και τις στυγνές τιμωρίες που επιφυλάσσονταν ακόμη και στα μέλη της ομογένειας που είχαν ενταχθεί στους παρτιζάνους και μεταπολεμικά στήριξαν το καθεστώς.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για δύο κεφάλαια: το “οι αόρατες βιβλιοθήκες” για την αξία των “απαγορευμένων” βιβλίων μέσα στις φυλακές και τα τεχνάσματα που μετέρχονταν οι κρατούμενοι για να τα σώσουν και να τα διαφυλάξουν (ενίοτε, περιλαμβάνονταν και η από μνήμης συγγραφή πχ. ραψωδιών του Ομήρου ή της Ελληνικής Γραμματικής), και το κεφάλαιο για τη “Ρεβόλτα”, την απέλπιδα και για’αυτό τραγικά ηρωική, εξέγερση των κρατουμένων του Σπατς που συγκλόνισε για 3 μέρες το καθεστώς και σημάδεψε τη ζωή όσων επιβίωσαν για τα υπόλοιπα χρόνια μέχρι την κατάρρευση της αλβανοσοσιαλιστικής δυστοπίας.
Όλα τα παραπάνω αξίζει να διαβαστούν με προσοχή και -τολμώ να προσθέσω- ευλάβεια, ως ένα μνημόσυνο στους χιλιάδες εκτελεσμένους (τα κόκκαλα πολλών δεν έχουν βρεθεί ακόμη καθώς η σωρός τους δεν δίνονταν στους συγγενείς για αξιοπρεπή ταφή) ή παραχώνονταν σε ανώνυμους, πρόχειρους τάφους στην απροσπέλαστη “πλαγιά των νεκρών” του Σπατς.