Η γλυκύτητα του να μην κάνεις τίποτα

20 Ιούν
0

Η γλυκύτητα του να μην κάνεις τίποτα

σκέψεις πάνω στη μεσογειακή αίσθηση του χρόνου και την τέχνη του να είσαι παρών

εικόνα: 

Έχω εμμονή με το να κόβω γυναίκες από τους πίνακές τους και να τις προσθέτω σε σκηνές που δημιουργώ στο substack μου. Αυτή η γυναίκα είναι από το Dolce Far Niente (στα ιταλικά σημαίνει «η γλυκύτητα του να μην κάνεις τίποτα») του Άγγλου καλλιτέχνη John William Godward (1904).

18 Ιουνίου, 5:25μμ

Ήταν καλοκαίρι του 2019 και οι σανίδες στο δάπεδο του δωματίου του βενετσιάνικου ξενοδοχείου μου έτριζαν από τα μυστικά αιώνων καθώς ήμουν ξύπνια στο κρεββάτι στον τρίτο όροφο, με το jet lag να προσκολλάται στο σώμα μου όπως ο υγρός νυχτερινός αέρας.

Μέσα από τα γαλλικά παράθυρα (αυτά τα απίστευτα ρομαντικά παράθυρα που ανοίγουν προς τα έξω σαν πόρτες ενός εντελώς κάπου αλλού) μπορούσα να ακούσω τους απαλούς ήχους του εστιατορίου κάτω.

Πηρούνια που χτυπούσαν πάνω σε πιάτα, ποτήρια κρασιού που τσούγκριζαν σε περιστασιακές προπόσεις και η άνοδος και η πτώση της ιταλικής συνομιλίας που θα συνεχιζόταν μέχρι τις 2 π.μ.

Είχα προγραμματίσει να καταρρεύσω αμέσως – δώδεκα ώρες πτήσης σας το κάνουν αυτό – αλλά κάτι σε αυτές τις φωνές με κράτησε μετέωρη σε αυτόν τον παράξενο χώρο μεταξύ συνείδησης και ύπνου.

Στο σπίτι, χρειάζομαι το μηχάνημα λευκού θορύβου μου. Αυτό το σταθερό, μηχανικό βουητό έχει γίνει τόσο απαραίτητο για τη ρουτίνα του ύπνου μου όσο το βούρτσισμα των δοντιών μου.

Όμως, εκείνο το βράδυ, βρήκα τον εαυτό μου να έλκεται από κάτι πολύ πιο ανθρώπινο: τον ήχο των ανθρώπων που δεν χρειάζονταν να βρίσκονται πουθενά αλλού, μιλούσαν και γελούσαν λες ο ίδιος ο χρόνος να είχε επιβραδυνθεί για να ταιριάξει με το ρυθμό τους.

Το αξιοσημείωτο δεν ήταν ότι μπορούσα να τους ακούσω – ήταν ότι το ήθελα. Αυτές δεν ήταν οι βιαστικές ανταλλαγές ανθρώπων που έλεγχαν θέματα από τη βραδινή τους ατζέντα. Αυτό ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.

Ο ήχος των ανθρώπων που υπάρχουν όμορφα στο χρόνο, χωρίς βιασύνη και χωρίς βελτιστοποίηση.

Μιλούσαν μέχρι τις 2 π.μ., όχι επειδή είχαν προγραμματίσει τρεις ώρες για δείπνο, αλλά επειδή η συζήτηση ήταν καλή και η νύχτα ήταν ζεστή και η στιγμή άξιζε να την απολαύσουν παρά να βιαστούν.

Δεν μπορούσα να καταλάβω λέξη απ΄όσα έλεγαν, κάτι που κατά κάποιο τρόπο το έκανε ακόμα πιο όμορφο.

Άκουγα την υφή του ίδιου του ελεύθερου χρόνου, τον ρυθμό μιας κουλτούρας που ακόμα θυμάται πώς να κάνει τον χρόνο να σταθεί.

Και κάπου σε αυτή την τυχαία συμφωνία από ανθρώπινες φωνές, αποκοιμήθηκα χωρίς να χρειαστώ την ηχητική μου μηχανή για να πνίξω τον ήχο του κόσμου.

Ξύπνησα με το φως του ήλιου να περνάει μέσα από αυτά τα ανοιχτά παράθυρα και μια πόλη να κρατά την αναπνοή της στην πρωινή ησυχία.

Ο μόνος ήχος ήταν ένας μόνο τουρίστας που έσερνε τη βαλίτσα του στα πλακόστρωτα από κάτω – αυτό το σκληρό ξύσιμο που αναγγέλλει την εκτέλεση ενός ταξειδιού, την επείγουσα φύση της μετάβασης από το σημείο Α στο σημείο Β.

Ακόμα και στη Βενετία, όπως φάνηκε, δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε από τον ήχο κάποιου που πήγαινε κάπου γρήγορα.

Αλλά για εκείνες τις λίγες ώρες που μεσολάβησαν, είχα τυχαία σκοντάψει σε αυτό που οι Ιταλοί αποκαλούν dolce far niente: τη γλυκύτητα του να μην κάνεις τίποτα.

Όχι το ανήσυχο τίποτα του να σκρολάρουμε στα τηλέφωνά μας, όχι το ένοχο τίποτα της αναβλητικότητας, αλλά το ριζοσπαστικό τίποτα του να είσαι απλώς παρών σε μια στιγμή που δεν ζητά τίποτα περισσότερο από την προσοχή σου.

Σκέφτομαι πολύ αυτή την ιδέα τον τελευταίο καιρό, ειδικά καθώς πλησιάζει το καλοκαίρι. Υπάρχει κάτι στην θερινή εποχή που μας κάνει να εκπνέουμε συλλογικά. Ακόμα και όσοι είμαστε παγιδευμένοι σε κλιματιζόμενα γραφεία αρχίζουμε να κινούμαστε λίγο διαφορετικά όταν οι μέρες μεγαλώνουν.

Θυμόμαστε, κάπου στα κόκαλά μας, ότι κάποτε υπήρχε μια εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν σύμφωνα με το ρυθμό του φωτός και των εποχών και όχι με τον ήχο των ειδοποιήσεων.

Η Μεσόγειος διατηρεί ακόμα αυτή τη μνήμη. Το έχω παρατηρήσει στην Ισπανία, όπου η απογευματινή σιέστα δεν είναι απλώς ένας υπνάκος, αλλά μια πολιτιστική αναγνώριση ότι μερικές ώρες είναι πολύ ζεστές για να τρέχεις.

Στην Ελλάδα, όπου το δείπνο δεν ξεκινά μέχρι τις 10 μ.μ. για ποιό λόγο να βιαστείτε προς το τέλος της ημέρας;

Στην Ιταλία, όπου εκείνο το εστιατόριο κάτω από το παράθυρό μου λειτουργούσε σε αυτό που αποκαλούν tempo giusto – την κατάλληλη στιγμή, τον φυσικό ρυθμό που αναδύεται όταν σταματάς να πιέζεις κάθε στιγμή να είσαι παραγωγικός.

εικόνα:

Dolce Far Niente του John William Godward (1904)

Το χάσαμε αυτό στην Αμερική. Έχουμε μετατρέψει ακόμη και την σχόλη σε project.

Έχουμε «Κυριακές αυτοφροντίδας» και βελτιστοποιημένα προγράμματα ύπνου και εφαρμογές ενσυνειδητότητας που παιχνιδοποιούν τον διαλογισμό.

Εφαρμόζουμε την «ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής» λες και η ζωή να ήταν κάτι που πρέπει να διαχειριστούμε και όχι να τη ζήσουμε.

Ζητούμε συγγνώμη για τα διαλείμματα που κάνουμε, δικαιολογούμε τον χρόνο διακοπής μας με μετρήσεις παραγωγικότητας και αισθανόμαστε ένοχοι που ξαπλώσαμε στο κρεββάτι επιπλέον δέκα λεπτά λες και αυτά τα λεπτά να είχαν κλαπεί με κάποιο τρόπο από κάποιο καθήκον που άξιζε τον χρόνο αυτόν.

Πιάνω τον εαυτό μου να το κάνει αυτό συνεχώς. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, έπιασα τον εαυτό μου να ανησυχεί για το γεγονός ότι δεν είχα προγραμματίσει τίποτα για το απόγευμα του Σαββάτου. Τίποτα δεν είχε προγραμματιστεί – λες και η απουσία ατζέντας ήταν μια προσωπική αποτυχία και όχι ένα δώρο.

Κατέληξα να σκρολάρω στο τηλέφωνό μου, όχι επειδή το ήθελα, αλλά επειδή η απόλυτη αυτή ησυχία με έκανε να νοιώθω πολύ ευάλωτη, σε τέτοιο βαθμό που παραδεχόμουν ότι δεν ήξερα πώς να είμαι, πώς να υπάρχω.

Αλλά μόλις τώρα μαθαίνω: η πλήξη μπορεί να είναι το πιο έξυπνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε. Όχι η ανήσυχη, τηλεφωνική πλήξη του υπερδιεγερμένου νευρικού μας συστήματος, αλλά η βαθύτερη πλήξη που έρχεται όταν τελικά σταματήσουμε να τρέχουμε μακριά από τον εαυτό μας.

Εδώ ζουν οι καλύτερες σκέψεις μας – στο ντους, στις μεγάλες διαδρομές, σε εκείνες τις στιγμές που δεν κοιτάζουμε τίποτα συγκεκριμένο και ξαφνικά καταλαβαίνουμε κάτι που προσπαθούμε να καταλάβουμε εδώ και μήνες.

Οι Ιταλοί της Αναγέννησης το κατάλαβαν αυτό. Ζωγράφισαν γυναίκες όπως αυτή στο Dolce Far Niente του John William Godward – νωθρές φιγούρες ντυμένες με ρέον ύφασμα, περιτριγυρισμένες από τις υφές της αβίαστης ζωής.

Αυτά δεν ήταν πορτρέτα τεμπελιάς, αλλά εορτασμοί ενός διαφορετικού είδους νοημοσύνης, της σοφίας που αναδύεται όταν σταματάμε να απαιτούμε κάθε στιγμή να δικαιολογεί την ύπαρξή της.

Υπάρχει μια πολιτική σε αυτό, αν και δεν το εννοώ με τον τρόπο που νομίζετε.

Επιλέγοντας να είστε πλήρως παρόντες, να αντιστέκεστε στη συνεχή απαίτηση για βελτιστοποίηση και αποτελεσματικότητα, γίνεστε μια ήσυχη μορφή εξέγερσης.

Σε μια κουλτούρα που μετρά την αξία μας με βάση την παραγωγικότητά μας, η επιμονή στο δικαίωμά μας να υπάρχουμε απλά μοιάζει σχεδόν επαναστατική.

Σκέφτομαι εκείνους τους πελάτες κάτω από το παράθυρό μου στη Βενετία, πώς δεν έκαναν αναψυχή ή δεν ασκούσαν «σκόπιμη ανάπαυση». Απλώς ζούσαν – μιλούσαν, γελούσαν και απολάμβαναν όχι μόνο το φαγητό αλλά και την παρέα, τον νυχτερινό αέρα, την απλή ευχαρίστηση του να μην χρειάζεται να βρίσκονται πουθενά αλλού.

Πότε ήταν η τελευταία φορά που κάποιος από εμάς το έκανε αυτό εδώ;

Πότε καθίσαμε τελευταία φορά κάπου μέχρι τις 2 π.μ. όχι επειδή έπρεπε, αλλά επειδή η συζήτηση ήταν τόσο καλή; (Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσα να μείνω έξω μέχρι τις 2 π.μ. αυτές τις μέρες, αλλά αυτό είναι εκτός θέματος.)

Το καλοκαίρι μας δίνει την άδεια να θυμόμαστε. Η σεζόν φτάνει στις 20 Ιουνίου, λίγες μέρες πια απέχει, κουβαλώντας μαζί της την αρχαία υπόσχεση ότι κάποια πράγματα είναι πιο σημαντικά από την αποτελεσματικότητα.

Το βάρος του υγρού αέρα, η αίσθηση των γυμνών ποδιών που πατούν πάνω σε δροσερά δάπεδα, ο τρόπος με τον οποίο το απογευματινό φως κινείται διαφορετικά όταν δεν έχει πουθενά επείγον να πάει.

Αυτές δεν είναι απλώς αισθητηριακές εμπειρίες – είναι υπενθυμίσεις ενός διαφορετικού τρόπου ύπαρξης στον κόσμο.

Δεν προτείνω να εγκαταλείψουμε κάθε δομή ή να απορρίψουμε την ικανοποίηση της ουσιαστικής εργασίας. Αλλά ίσως μπορούμε να μάθουμε να διακρίνουμε μεταξύ της παραγωγικής δράσης που δημιουργεί και συνδέει και της ξέφρενης κίνησης που απλά μας κρατά από το να πρέπει να καθίσουμε ακίνητοι με τον εαυτό μας.

Ίσως μπορούμε να θυμηθούμε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να είσαι απασχολημένος και στο να είσαι ζωντανός.

Απόψε, μπορεί να προσπαθήσω να κοιμηθώ με τα παράθυρά μου ανοιχτά αντί για το μηχάνημα λευκού θορύβου ανοιχτό.

Πιθανότατα δεν θα ακούσω ιταλικές συζητήσεις να παρασύρονται από το δρόμο, αλλά ίσως να ακούσω κάτι άλλο που αξίζει να ακούσω – τον ήχο ενός κόσμου που συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και όταν δεν συμμετέχω ενεργά σε αυτόν, την απαλή υπενθύμιση ότι δεν χρειάζεται να κερδίζω τη θέση μου κάθε στιγμή.

Για να τι έμαθα σε εκείνο το βενετσιάνικο δωμάτιο ξενοδοχείου: μερικές φορές το πιο γλυκό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι απολύτως τίποτα.

Όχι ως ανταμοιβή για την παραγωγικότητα, όχι ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού, αλλά ως αυτοσκοπός – η ριζοσπαστική πράξη της ύπαρξης χωρίς ατζέντα, του να είμαστε παρόντες χωρίς σκοπό, να βρίσκουμε στο απλό γεγονός της δικής μας αναπνοής κάτι που αξίζει να γιορτάσουμε.

Dolce far niente. Η γλυκύτητα του να μην κάνεις τίποτα. Ίσως ήρθε η ώρα να το δοκιμάσουμε ξανά. 

Σας φιλώ!

xoxo

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Leave the field below empty!